- κατηφόρι
- το1. κατηφορικός δρόμος.2. κατηφορικό τμήμα δρόμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατηφόρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 78 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. Β της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Συκαμίνου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. * * * το [κατήφορος] 1. κατηφορικό δρομάκι … Dictionary of Greek
κατηφόρισμα — το [κατηφορίζω] 1. η πορεία σε κατηφορικό δρόμο 2. κατηφορικός δρόμος, κατηφόρι, κατηφοριά … Dictionary of Greek
συκάμινο — Πεδινός οικισμός (809 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 1.045 κάτ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Κατηφόρι (39 κάτ., υψόμ. 25 μ.), Καμάρι (30 κάτ.), Νέο… … Dictionary of Greek
κατηφόρισμα — το 1. η κίνηση προς τα κάτω, η πορεία σε κατηφορικό δρόμο 2. κατηφόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)